ὑψωμάτων

ὑψωμάτων
ὕψωμα
elevation
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Λαρίσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (5.555 τ. χλμ., 279.305 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, στο βορειοανατολικό της τμήμα. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Πιερίας και Κοζάνης, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών, Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τους νομούς Φθιώτιδος… …   Dictionary of Greek

  • ασκός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 1.493 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στα δυτικά των υψωμάτων της Βόλβης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σόχου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… …   Dictionary of Greek

  • γαλλικός — I Ποταμός (75 χλμ.) της κεντρικής Μακεδονίας, ο Εχέδωρος των αρχαίων. Πηγάζει από το όρος Κρούσια, την περιοχή του οποίου αποχετεύει και διαρρέει το ανατολικό τμήμα του νομού Κιλκίς και μέρος του νομού Θεσσαλονίκης. Η λεκάνη απορροής του (996 τ.… …   Dictionary of Greek

  • μπογάζι — και μπουγάζι, το (Μ μπογάζι και μπουγάζι) στενή θαλάσσια δίοδος, στενός πορθμός νεοελλ. 1. στενή διάβαση μεταξύ ορέων ή υψωμάτων, αλλ. δερβένι 2. συνεκδ. ρεύμα αέρα που σχηματίζεται από τέτοιες διαμορφώσεις τού εδάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • στράγγιση — Σύνολο έργων με τα οποία προκαλείται η απομάκρυνση του νερού από τα εδάφη όπου αυτά πλεονάζουν. Οι σ. γίνονται για να δοθούν μεγάλες εκτάσεις στη γεωργία ή σε άλλες ειδικές χρήσεις, ή ακόμα και για να προκαλέσει τη στήριξη των εδαφών με χαμηλό… …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • Αιμιλιανός — I (Marcus Aemilius Aemilianus, Μαυριτανία 206 – Σπολέτο Ιταλίας 253 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (253). Ως διοικητής της Μοισίας απέκρουσε επιδρομές Γότθων και αναγορεύτηκε αυτοκράτορας από τον στρατό του το 252. Στις αρχές του 253 εισέβαλε στην… …   Dictionary of Greek

  • αλπική ορεογένεση — Η ιστορία της εξέλιξης της Γης χαρακτηρίζεται από βίαιες εκδηλώσεις, που οφείλονται σε διάφορες αιτίες και έχουν επαναληφθεί σε διάφορες περιόδους. Κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων αυτών ο φλοιός της Γης παραμορφώθηκε έντονα, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”